Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει

См. также в других словарях:

  • ανταλλάσσω — (AM ἀνταλλάσσω κ. ἀνταλλάττω) κάνω ανταλλαγή αρχ. Ι. μέσ. 1. παίρνω σε αντικατάσταση άλλου, παίρνω κάτι σαν αντάλλαγμα 2. «θάνατον ἀνταλλάσσομαι» τιμωρούμαι με θάνατο 3. υιοθετώ τον τρόπο κάποιου και εκείνος τον δικό μου II. φρ. «τὴν εἰωθυῑαν… …   Dictionary of Greek

  • δικαίωση — η (AM δικαίωσις) [δικαιώ] απόδοση δικαιοσύνης μσν. νεοελλ. επιβεβαίωση νεοελλ. 1. απόδειξη, πραγματοποίηση προβλέψεως 2. δικαιολογία τής υπάρξεως («δεν υπάρχει δικαίωση για τη ζωή μας») αρχ. 1. καταδίκη, τιμωρία 2. υπεράσπιση δικαίου, αθώωση 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»