-
1 δικαίωσις
δικαίωσις, ἡ, das Gerechtmachen; – a) sowohl die gerichtliche Vertheidigung, Lys. bei Harpocr., der es δικαιολογία erkl., als die Verurtheilung, Bestrafung, Thuc. 8, 66; ὑπὸ ϑεοῠ Plut. def. or. 21; Dio Cass. 40, 43. – b) gerechte Forderung, Rechtsgrund; Lys. 9, 8; Ansprüche, Thuc. 1, 141; Plut. Dem. 18. – c) übh. Ansicht vom Recht, D. Hal. 3, 10 u. öfter, wie Thuc. 3, 82, τὴν εἰωϑυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει, wo man es »Gutdünken«, »Willkür« übersetzt.
-
2 δικαίωσις
A setting right, doing justice to: hence,1 condemnation, punishment, Th.8.66, D.C.40.43 (pl.), cj. in Plu.2.421d.2 plea of legal right, justification, Lys.9.8, cf. Harp.3 making or accounting righteous, justification, Ep.Rom.4.25, etc.III judgement of what is right, ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει altered at their will and pleasure, Th.3.82.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικαίωσις
-
3 δικαίωσις
δικαίωσις, ἡ, das Gerechtmachen; (a) sowohl die gerichtliche Verteidigung als die Verurteilung, Bestrafung. (b) gerechte Forderung, Rechtsgrund; Ansprüche. (c) übh. Ansicht vom Recht; τὴν εἰωϑυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει, wo man es »Gutdünken«, »Willkür« übersetzt
См. также в других словарях:
ανταλλάσσω — (AM ἀνταλλάσσω κ. ἀνταλλάττω) κάνω ανταλλαγή αρχ. Ι. μέσ. 1. παίρνω σε αντικατάσταση άλλου, παίρνω κάτι σαν αντάλλαγμα 2. «θάνατον ἀνταλλάσσομαι» τιμωρούμαι με θάνατο 3. υιοθετώ τον τρόπο κάποιου και εκείνος τον δικό μου II. φρ. «τὴν εἰωθυῑαν… … Dictionary of Greek
δικαίωση — η (AM δικαίωσις) [δικαιώ] απόδοση δικαιοσύνης μσν. νεοελλ. επιβεβαίωση νεοελλ. 1. απόδειξη, πραγματοποίηση προβλέψεως 2. δικαιολογία τής υπάρξεως («δεν υπάρχει δικαίωση για τη ζωή μας») αρχ. 1. καταδίκη, τιμωρία 2. υπεράσπιση δικαίου, αθώωση 3.… … Dictionary of Greek